πέτο

πέτο
και πέττο, το, Ν
το αναδιπλωμένο τμήμα σε αντρικό σακάκι ή παλτό και σε διάφορα γυναικεία ενδύματα που αντιστοιχεί στο αριστερό ή δεξιό μέρος τού θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. petto < λατ. pectus «στήθος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πέτο — το (λ. ιταλ.), το κράσπεδο του γιακά στο στήθος, συνηθ. πληθ. τα πέτα: Τώρα τα σακάκια γίνονται με μεγάλα πέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραβάτα — Λωρίδα υφάσματος με ποικίλο μέγεθος και σχήμα, που τυλίγεται και δένεται γύρω από τον λαιμό. Η καταγωγή της γ. είναι πολύ παλιά και μπορεί να αναζητηθεί στο ρωμαϊκό focale (είδος μάλλινου λαιμοδέτη που χρησιμοποιούσαν κυρίως ηλικιωμένα και… …   Dictionary of Greek

  • γαρίφαλο — και γαρύφαλο και γαρούφαλο, το Ι. 1. το άνθος τής γαριφαλιάς 2. φρ. α) «το γαρίφαλο σέ μάρανε» για κακοντυμένο με γαρίφαλο στο πέτο β) «ο μόσχος, το γαρίφαλο και το μακεδονίσι» II. 1. ο αποξηραμένος κάλυκας τού άνθους τού τροπικού φυτού… …   Dictionary of Greek

  • μπουτονιέρα — και μπουτουνιέρα, η 1. κουμπότρυπα 2. μικρή διακοσμητική ανθοδέσμη για το πέτο ή για τον γιακά σακακιού ή για το ντεκολτέ γυναικείου φορέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bottoniera < γαλλ. boutonniere < γαλλ. bouton «κουμπί»] …   Dictionary of Greek

  • παραπέτο — το 1. χαμηλό προστατευτικό τείχισμα, στηθαίο γέφυρας, δρόμου, παραθύρου κ.λπ. 2. ναυτ. δρύφακτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. parapeto (< παρ[α] * + petto «στήθος», πρβλ. λ. πέτο)] …   Dictionary of Greek

  • σταυρωτός — ή, ό / σταυρωτός, ή, όν ΝΜ [σταυρῶ, ώνω] τοποθετημένος σε σχήμα σταυρού, σταυροειδής («σταυρωτός ναός» σταυρεπίστεγος ναός) νεοελλ. 1. (για ένδυμα) αυτός στον οποίο, το δεξί ή αριστερό πέτο είναι μεγαλύτερο ώστε να καλύπτει μέρος τού άλλου και να …   Dictionary of Greek

  • υδατοσφαίριση — Βλ. λ. γουότερ πόλο. * * * η, Ν (αθλ.) ομαδικό άθλημα που διεξάγεται στο νερό από δύο ομάδες επτά κολυμβητών η καθεμιά, οι οποίοι προσπαθούν να ρίξουν τη σφαίρα στην εστία τής αντίπαλης ομάδας, κν. γουότερ πόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδατόσφαιρα, μέσω… …   Dictionary of Greek

  • καρφίτσα — η 1. μικρή μεταλλική βελόνη που χρησιμοποιείται για την πρόχειρη ένωση μερών υφασμάτων, φύλλων χαρτιού κ.ά.: Έχεις καμιά καρφίτσα να ενώσω τα φύλλα αυτά; 2. βελόνη από πολύτιμο μέταλλο για διακόσμηση και στερέωση της γραβάτας των αντρών: Τώρα δε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πένθος — το ους 1. έντονη λύπη, κυρίως από θάνατο. 2. το διάστημα που πενθεί κανείς: Δε θα δεχτώ στη γιορτή μου, γιατί έχουμε πένθος. 3. μαύρη ταινία στο πέτο ή το μανίκι του ρούχου εξαιτίας θανάτου συγγενικού προσώπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ροζέτα — η (λ. ιταλ.), έμβλημα παράσημου σε σχήμα μικρού τριαντάφυλλου που φοριέται στο πέτο της ζακέτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”